- παναμείλιχος
- πᾰν-ᾰμείλῐχος, ον,A allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναμείλιχος — παναμείλιχος, ον (Α) τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείλιχος «αμείλικτος»] … Dictionary of Greek
παναμείλιχον — παναμείλιχος allunmerciful masc/fem acc sg παναμείλιχος allunmerciful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek